ἀντίδικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίδικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀντίδικος ἐπίθ. λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀdίδικος Ἄνδρ. Θήρ. Κρήτ. (Σέλιν. Ρέθυμν. κ.ἀ.) Κύθηρ. Κύθν. Νάξ. (’Απύρανθ.) Τῆν. ἀντίικος Χίος
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀντίδικος.
Σημασιολογία
Α) ’Επιθετικ. 1) ᾿Αντίπαλος ἐν δικαστηρίῳ λόγ. κοιν. β) Καθόλου, ἀντίπαλος, ἐχθρὸς Ἄνδρ. Ἤπ. Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. (Σέλιν. Ρέθυμν. κ.ἀ.) Κύθηρ. Κύθν. Πόντ. (Κερασ.) Ρόδ. Χίος: Ὁ ἀντιδικός του εἶμαι ’βὼ Ρόδ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Κ. Δ. (Πέτρ. ἐπιστ. 1, 5, 8) «ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν καταπιεῖν». Πβ. καὶ ΓΧατζιδ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 26 (1914) 130. 2) Τιμωρός, ἐκδικητὴς Ἄνδρ. Ζάκ. Θήρ. Ἰων. (Κρήν.) Κύθηρ. Κύθν. Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Φρ. Ἀdίδικο νά ’χω τὸ Θεό! (ἀρὰ λεγομένη ὡς ἀπόδοσις ἐν ὑποθετικῷ λόγῳ, οἷον: ἄν κάμω τέτο͜ιο πρᾶμα, ἂν πῶ ψέματα κττ., νά ’χω κτλ.) Ἄνδρ. Θήρ. Νά ’χω τὸ Θεὸ γιˬ᾿ ἀντίδικο! Ἤπ. Νά ’χω ἀdίδικο τὴν Παναγία! Κύθν. ’Αντίδικο νά ’χω τὸ Χριστό! Κρήν. Ἀdίδικο νά 'χω τὴ χάρι του! Κύθηρ. || ᾎσμ. Τὸ μαχαιράκιν τοῦ ’βγαλε, βαρὺν ὅρκο τσῆ κάνει, ἐτοῦτο νά ᾽χ᾿ ἀdίδικο κιˬ ἄ θέλω τὸ κακό σου 'Απύρανθ. Συνών. ἀντιβάτης 7. β) Οὐσ., διάβολος ἀγν. τόπ.: Φρ. Ἀνάθεμά σε, ἀντίδικε! 3) Δύσκολος, μοχθηρός, κακεντρεχής, δυσπειθὴς Κρήτ. (Ρέθυμν. Σέλιν. κ.ἀ.): Τὸ παιδί μου εἶναι ἀdίδικο Κρήτ. ᾽Αdιδικώτερό dου ἄνθρωπο δὲν εἶδα Σέλιν. 4) 'Ο ἀντιτιθέμενος, ὁ ἐναντιούμενος, ὁ μὴ ἀρεσκόμενος εἴς τι Τῆν.: Εἶναι ἀdίδικα τ' ἀgόνιˬα μου, γιˬατ’ τζ’bοῦνε τὰ μελίσσιˬα (δὲν ἀρέσκονται εἰς τὴν μελισσοκομίαν οἱ ἔγγονοί μου, διότι τάχα κεντρίζουν αἱ μέλισσαι). Β) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ. 1) Πρᾶγμα κακὸν Ζάκ.: Φρ. Τό ’χω ἀντίδικο (τὸ θεωρῶ κακόν, ἐπιβλαβές. Συνών φρ. τό ᾿χω σὲ κακὸ). Δῶσέ μου λίγο ἁλάτι. -Ὄχι, τό ’χω ἀντίδικο νὰ δίνω πρᾶμα τὸ βράδυ. 2) ’Εκδίκησις Ἄνδρ.: Ἤβγαλες τ’ ἀdίδικό σου. 3) ’Επὶ φαρμάκου, τὸ ἐνδεικνυόμενον κατά τινος νόσου, τὸ ἀντίδοτον Ἄνδρ. Κύθν. Ρόδ. Χίος: Αὺτὸ τὸ γιατρικὸν εἶναι τὸ ἀντίικόν της (τῆς νόσου δηλ.) Χίος Τό ’χω ἀdίδικο (τὸ μεταχειρίζομαι ὡς ἀντίδοτον) Κύθν. 4) ᾿Επὶ ἐδεσμάτων κττ., τὸ κατ’ ἐξοχὴν ἄρτυμα, ἥδυσμα πρὸς ἀρτίαν παρασκευὴν Ἄνδρ. Χίος: Τ᾽ ἀντίδικο τ᾿ ἀχταποδιˬοῦ εἶναι τὸ κρασὶ (τὸ κρασὶ δαμάζει καὶ καθιστᾷ μαλακώτερον καὶ εὐπεπτότερον τὸ χταπόδι, ἐντεῦθεν δὲ ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ οἱονεὶ ἀντιπάλου ἡ σημ. τοῦ ἐδέσματος) Χίος Τοῦ λείπει τὸ ἀdίδικό του Ἄνδρ. Δὲ dοῦ ᾽βαλε τ’ ἀdίδικά του, ὅσα ἔπρεπε αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA