γιˬόκας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬόκας

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

γιˬόκας ὁ, ὑγιˬόκας Αἴγιν. Ἤπ. (Μαργαρ. Ριζοβ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ἀετόλοφ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Μέτρ.) Ἰων. (Κρὴν. Σμύρν.) Κεφαλλ. (Λειξούρ) Κυδων. Κύθηρ. Λῆμν. Μακεδ. (Ἀρν.) Προπ. (Μαρμαρ.) γιˬόκας σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) γιˬόκα Τσακων. (Χαβουτσ.) ’ιˬόκας Βιθυν. (Παλλαδάρ.) Ἤπ. (Μαργαρ.) Μακεδ. (Γαλατ. Δασοχώρ.) Πόντ. (Τραπ.) γιˬόκ-κας Κύπρ γκιˬόκας Ἤπ. (Δρόβιαν.) ὑγιˬούκας Ἀστυπ. Κρήτ. Πόντ. Ρόδ. Χίος (Πισπιλ. κ.ἀ.) ὑούκας Ἀμοργ. Πόντ. (Τραπ.) Ρόδ. γιˬούκας Ἀστυπ. Ἰων. (Βουρλ. Κρήν. Κάτω Παναγ.) Κρήτ. (Πεδιάδ. Σέλιν. Σφακ. κ.ἀ.) Κῶς (Κέφαλ) Νίσυρ. Πάρ. (Λεῦκ.) Πάτμ. Πόντ. (Τραπ. Τρίπ.) Ρόδ. Σύμ. Σῦρ. Τῆλ. Χίος (Βροντ. Ὄλυμπ. Πισπιλ. Φυτ κ.ἀ.)--Γ. Ψυχάρ., Ρωμαίικ. θέατρ., 108 γιˬούκ-κας Κύπρ. λιˬούκας Ἀμοργ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬός, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ ὑγιˬός, καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -όκας, διὰ τὴν ὁπ. πβ. ἀδερφόκας, ἀνιψιˬόκας. Ὁ τύπ. ὑγιˬόκας μόνον εἰς τραγούδια κυρίως παλαιά. Οἱ τύπ. εἰς -ούκας κατ’ ἀναλογίαν πιθαν. πρὸς τὸ παππούκας. Πβ. μαμμούκα Βλ. καὶ P. Kretschmer, Lesb. Dial., 352.

Σημασιολογία

Θωπευτ., ὁ υἱὸς καὶ μάλιστα ὁ μονάκριβος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ.): Καλῶς τὸ γιˬόκα μου! Τί μοῦ κάνεις, γιˬόκα μου; Νὰ χαρῶ ἐγὼ τὸ γιˬόκα μου! κοιν. Αὐτὸ εἶναι γιὰ τὸ γιˬούκα σου Ἀστυπ. Μὲ τὴν εὐκή μου, γιˬόκα μου! Πελοπν. (Κυνουρ.) Ὁ τεμπέλης ὁ γιˬόκας δὲν τὸ κουνάει ρούπι ’πὸ τὸ σπίτι. Πελοπν. (Παιδεμέν.) Κάνει τὴ νύχτα μέρα ’ς τὴ δουλε͜ιά, γιὰ νὰ σπουδάσῃ τὸ γιˬόκα της δετόρο Ἰθάκ. Μεγάλωσε ὁ γιˬόκας του καὶ βῆκε ’ς τὰ κλοτσᾶτα (ἐπὶ ἀνυπακοῆς) αὐτόθ. Μὴμ-μοῦ χολτζᾷς γιˬούκα μου! (χολτζᾷς = χολιᾷς = λυπεῖσαι) Ἀστυπ. Τὸν ἐπιˬάσανε, παιδάκι μου, τὸ γιˬόκα μου οἱ ἀποκαρωμένοι οἱ Γερμανοὶ Πελοπν. (Βερεστ.) Ἔλα, γιˬόκα μου, νὰ σοῦ βάλω τὸ πιπί σου (πιπὶ = ἔνδυμα) Νάξ. (Γαλανᾶδ) αίρου τὸν ὑγιˬούκα σου, τσ᾽ ὁ Θιγιˬὸς νὰ δώτσῃ νὰ πάρῃ πολ-τὲς ’περέτιτσες σὰν dὴν gόρην-μου (αίρου = χαίρου, ᾿περέτιτσες = ὑπηρέτισσες, ὑπηρέτριες· ἐκ παραμυθ.) Ἀστυπ. Ὁ γιˬόκ-κας, ὥστε νά ’ρτῃ ὁ βασιλέας, ἑγίνηκεν ἴσα μὲ τεῖν’ τὰ μωρὰ ποὺ ἕν’ τριˬῶ χρονῶν (ἐκ παραμυθ.) Κύπρ. Ἐγώ, ἂν πάω, γιˬὰ σένα θὰ πάω, γιˬέ μ᾽, κιˬ ἂν ἀπομείνω, γιˬὰ σένα θ’ ἀπομείνω, γιˬόκα μ’, γιˬὰ νὰ μὴν κρυώσῃς Α. Παπαδιαμάντ., Χριστουγενν. διηγ., 85 || Παροιμ Ὅταν κοιμᾶτ’ ὁ γιˬόκας μας, ψωμὶ δὲ μᾶς γυρεύει (εἴρων, ἐπὶ παίδων, οἱ ὁποῖοι παύουν ν’ ἀτακτοῦν μόνον ὅταν δὲν δύνανται νὰ πράξουν ἄλλως) πολλαχ. Σὶ παντρεύου, γιˬόκα μου, κὶ κρῖμα ’ς τὰ κουφέτα (ἐπὶ οἰκονομικῆς θυσίας, ἀναγκαίας μέν, ἀλλ᾽ ἐλάχιστα ἐπωφελοῦς) Θεσσ. κ.ἀ. || ᾌσμ. -Περάτες, δὲ dὸν εἴδετε κ’ ἐμένα τὸν ὑγιˬό μου; -Εἶδα το dὸν ὑγιˬούκα σου σὲ μαρμαρένιˬο ἁλώνι. Κρήτ. Εἰς τὸ Τυbάκι τό ’λεγε μιˬὰ Σφακιˬανὴ κοπέλα κ᾽ ἔκλαιγε τὸν ὑγιˬούκα τση κ᾽ ἔκλαιγε τὸν ὑγιˬό τση αὐτόθ. Διˬαβάτες μου, περάτες μου, καλοί μου στρατοκόποι, μὴν εἴδατε τὸ γιˬόκα μου, τὸ γιˬό μου τὸ λεβέντη; Εὔβ. (Στρόπον.) Ἔννο͜ια σου, γιˬόκα μου, ἔννο͜ια σου, κιˬ ἂς εἶν᾽ μὲ τὶς χαρές σου Εὔβ. Πετὰ χαρᾶς σου, γιˬούκα μου, | νὰ βάλω καὶ τὴφ-φού- σταμ-μου Ρόδ. Τσοιμᾶται τ’ ἄστρον τῆς αὐγῆς, τσοιμᾶται νιˬόφ-φεγγάριν, τσοιμᾶται ό ὑούκας μου εἰς ἄσπρομ-μαξιλ-λάριν (ἐκ βαυκαλ.) αὐτόθ. Ἐσέν, κυρά μου, ὁ γιˬούκας σου δὲν ἔει ἀρρωστία, ὄμορφην gόρην ἀγαπᾷ, κ’ ἐκείνη δὲν dόθ-θέλει αὐτόθ. Τί ἔχεις, γιˬούκα μου, καὶ κλαῖς καὶ μοῦ ’ρκες πικραμένο; Ἰων (Κρήν.) Σὰμ bερπατῇ ὁ γιˬόκας μου, τρίζ-ζουν dὰ καλdιρίμιˬα, τρίζ-ζουν dῆς Πόλης τἁ τζαμιˬά, τῆς Σμύρνης τὰ γεφύριˬα Μεγίστ Ἅγιˬε μου Γιˬάννη Πρόδρομε καὶ βαφτιστὴ τοῦ γιˬοῦ μου, μὴν εἶδες τὸν ὑγιˬόκα μου καὶ τὸν διδάσκαλό σου; (περὶ τοῦ Ἰησοῦ, ἀπὸ τὸ ᾆσμ. τοῦ «θρήνου τῆς Παναγίας») Προπ. (Μαρμαρ.) Τὸ ᾆσμ. εἰς παραλλαγ καὶ ἀλλαχ. Γλέπεις ἐκεῖνο τὸ γυμνὸ καὶ τόνε ξεμαλλιάρη, ὅπου φορεῖ ’ς τὴν κεφαλὴ ἀγκάθινο στεφάνι; Ἐκεῖνος εἶν᾽ ὁ γιˬούκας σου κ’ ἐμένα ὁ δάσκαλός μου (ὁμοίως ἐκ παραλλαγ. ἀπὸ τὸ αὐτὸ ᾆσμ., ἡ ἀπάντησις τοῦ ἐρωτηθέντος Ἰωάννου Προδρόμου) Ἰων (Βουρλ.) Κυρά μου, τὸν ὑγιˬόκα σου γράμματα νὰ τὸν μάθῃς, νὰ bαίνῃ, νὰ καλοναρχᾷ, νὰ βγαίνῃ νἀ διˬαβάζῃ (ἀπὸ ἆσμ. καλάνδων) Λῆμν. Κυρά μου, τὸν ὑγιˬόκα σου τὸ μοσκαναθρεμμένο τὸν ἔλουσες, τὸν χτένισες καὶ ’ς τὸ σκολε͜ιὸ τὸν στέλνεις (ὁμοίως ἐκ καλάνδων) Κυδων. Ἄς ποῦμ’ κὶ γιˬὰ τοὺ γιˬόκα σας κανέ’ καλὸ τραγούδι, οὑ Θιˬὸς νὰ τοὺ bουλυχρουνᾷ κὶ νἀ τοὺν στιριγιˬώνῃ Λῆμν. Συνών. γιˬοκάκι, γιˬοκαλάκι, γιˬοκελι β) Θωπευτ., καὶ ἐπὶ μὴ συγγενείας, ὡς προσφώνησις εἰς παῖδας ἢ νέους συνήθως, ἀλλὰ καὶ μεγάλης ἡλικίας, ὑπὸ τῶν γεροντοτέρων σύνηθ. γ) Εἰρων., ὁ ἄσωτος, ὁ κακὸς υἱὸς Κεφαλλ. κ.ἀ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιˬόκας καὶ ὡς ἐπών. Ἀθῆν. Θρᾴκ. (Φέρ.) Μακεδ. (Καβάλλ. Νιγρίτ.) Πελοπν. (Καλάμ. Τρίπ.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. Τοῦ Γιˬόκα τὸ Πυργὶ Πελοπν. (Γύθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/