ἀσημόπαιδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσημόπαιδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσημόπαιδο τό, ἐνιαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσήμι καὶ παιδί.
Σημασιολογία
Ἔκτυπος ἢ ἐγχάρακτος ἐξ ἀργυροῦ ἐλάσματος εἰκὼν παιδίου ἢ μέλους τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἢ καὶ ζῴου ἀναρτωμένη κατ᾽ εὐχὴν (τάμα) εἰς τὰς εἰκόνας τῶν ἐκκλησιῶν, μάλιστα δὲ τῆς Παναγίας εἰς ἔνδειξιν εὐγνωμοσύνης διὰ τὴν θεραπείαν αὐτοῦ. Συνών. ἀνθρωπάριο 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA