ἀσημοπαλάσκα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσημοπαλάσκα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσημοπαλάσκα ἡ, Ἤπ. Πελοπν. (Λάστ. κ.ἀ.) - Λεξ. Βλαστ. 342.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσήμι καὶ παλάσκα.
Σημασιολογία
Ἀργυρᾶ φυσιγγιοθήκη ἕνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Ἐζήλεψε τὸ χαιˬμαλί, τοὶς ἀσημοπαλάσκες Ἤπ. Φοροῦν τὰ πόσιˬα τὰ χρυσᾶ, τοὶς ἀσημοπαλάσκες (πόσιˬα = εἶδος ζωνῶν) Λάστ. Δὲ μπόρ᾽ νὰ σούρω τ᾽ ἄρματα, τοὶς ἀσημοπαλάσκες Αὐτόθ. Συνών. ἀσημοπάτρωνο, ἀσημοτοκᾶς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA