γιˬολάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬολάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬολάρω (ΙΙ) ἐνιαχ. γιˬολ-λάρω Κύπρ. (Πεδουλ.) Κρήτ. (Νεάπ.) γιˬογλέρνω Α. Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. Σητ.) Δ. Κρήτ. (Ἅγιος Βασιλ. Μαλάκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yollanmak = βαδίζω, προχωρῶ.
Σημασιολογία
1) Βιάζομαι, σπεύδω Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ. Σητ.) : Ἐγιˬόγλαρα νὰ φύγω, γιˬὰ νὰ τόνε φτάξω ’ς τὴ στράτα Σητ. Ταϋτέρου θὰ γιˬογλάρω, νὰ πά’ νὰ τόνε δῶ (ταϋτέρου = ταχυτέρου = αὔριον πρωΐ) Ἅγιος Βασίλ. 2) Φεύγω, ἀναχωρῶ δρομαίως Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. Μαλάκ. Νεάπ.) Κύπρ. (Πεδουλ.): Βιˬαστικὸς εἶμαι καὶ πρέπει νὰ γιογλάρω Ἅγιος Γεώργ. Ποῦ γιˬογλέρνεις πάλι κ᾽ ἔχεις τόση δουλε͜ιὰ ᾿ς τὸ σπίτι; Μαλάκ. Ἐκατασκότωσε τὸν ἄνθρωπο κ’ ὕστερα ἐγιˬόγλαρε dελόγο καὶ δὲ dὸν ἐπιˬάσανε (dελόγο = ἀμέσως) Νεάπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA