γιˬολντάσης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬολντάσης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιˬολντάσης ὁ, Μεγίστ Πελοπν. (Βούρβουρ.) γιˬολντάης Ἤπ. γιˬολdάσης Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Σέριφ. γιˬολdάσ’ς Θρᾴκ. (Μάδυτ.) γιˬουλdάσ’ς Λέσβ. Σάμ. γιˬολdά’ης Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) γιˬολδάσης Ἤπ. Κύπρ. γιˬολδάσ’ς Α. Πάπαδιαμάντ., Πεντάρφ., 36 γιˬολτάσης Λυκ. (Λιβύσσ.) γιˬορdάσης Κρήτ. γιˬορντάσης Πελοπν (Γαργαλ. κ.ἀ.) γιˬουρdά’ τό, Ἴμβρ. γκιˬορβάσιν Χίος (Καρδάμ.) γιˬουρντάσα ἡ, Πελοπν. (Λαγκάδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ yoldaş = συνοδός, πολίτης. Ἡ λ. ὡς ἑπών. καὶ παρὰ Φωσκόλ., Φορτουν., πρᾶξ. Δ,, στ. 45 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.): «Τὸν Ἀλιγιέρη τοῦ Μαριτσᾶ γἢ κεῖνο τοῦ Γιλδάσου | θὰ βρῶ δυὸ φελλοπάπουτσα, νὰ πά’ νὰ μ᾿ ὀρδινιάσου».

Σημασιολογία

1) Σύντροφος, φίλος, συνοδοιπόρος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔ, πσοί ’τανε οἱ γιˬολdάσηδες χτὲς βράδυ; (πσοὶ = ποῖοι) Σέριφ. Μιˬὰν ἀργαρ’νὴ ἔτυχι νὰ σ’νουβριθῇ μ’ ἕνα γιˬουλdάση τ᾿ (ἀργαρ’νὴ = βράδυ, σ’νουβριθῇ = συναντηθῇ) Λέσβ. Ἔλεγαν πρὸς ἀλλήλους: θυμᾶσαι, καρδάσ’, τοῦτο; θυμᾶσαι, γιˬολδάσ’, αὐτό; Α. Παπαδιαμάντ., Πεντάρφ., 86. || Γνωμ. Ὁ γιˬολντάης εἶν᾽ ἀδερφός τοῦ δρόμου Ἤπ. || ᾌσμ. Κυρὰ Γιˬαννάκαινα | δὲν τό ’κανες καλά, ποὺ μοῦ πίκρανες τὸν Τάση | τὸ δικόνε μου γιˬορντάση Πελοπν. (Γαργαλ.) Δὲ θέλω ᾽γώ, γιˬορdάσηδες, σήμερο τσ’ ὁρμηνε͜ιές σας Κρήτ. Συνών ἀρκαντάσης, μπουραζέρης. Πβ. βλάμης, ἀδερφοποιτός 2. β) Ὁ ἐργαζόμενος μαζὶ μὲ κάποιον ἄλλον εἰς αὐτὴν τὴν ἐργασίαν, συνυπηρέτης Λυκ (Λιβύσσ.) 2) Τὸ θηλ. γιˬουρντάσα, εἰς τὴν συνθηματ. γλῶσσαν τῶν οἰκοδόμων, ἡ γριὰ Πελοπν. (Λαγκάδ.) Ἡ λ. καὶ ὡς ἑπών. ὑπὸ τύπ. Γιˬολdάσης Θεσσ. (Καρδίτσ.) Πελοπν. (Μάν.) Γιˬολδάσης Ἀθὴν. Ἤπ. (Ἰωάνν.) Θεσσ. (Βόλ. Καρδίτσ. Λάρ. Τίρναβ.) Μακεδ. (Θεσσαλον. Πολύγυρ.) Πελοπν. (Καλάμ. Κόρινθ.) Σκόπ. Γιˬορdάσης Θήρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/