ἀντίδωρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντίδωρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντίδωρο τὸ, (ΙΙ) ἀντίδωρον Πόντ. (Τραπ.) ἀντίδωρο κοιν. ἀντίωρον Χίος (Πυργ.) ἀdίδωρο πολλαχ. ἀντίδερον ’Ικαρ. ἀντίδερο Ζάκ. Κωνπλ. Κίμωλ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Βυτίν. Δημητσάν. Λάστ. Οἰν. κ.ἀ.) Σίφν. Χίος κ.ἀ. -Γ’Αθάν. Πράσιν. καπέλλ. 52 ἀdίδερο Ἄνδρ. ΑΡουμελ. (Σωζόπ.) Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἰθάκ. Κύθν. Μέγαρ. Πελοπν. (Λακων.) Σέριφ. Σύμ. ἀdίdερο Ἄνδρ. Θήρ. Κρήτ. (᾿Αποκόρ. Βιάνν. Σέλιν. Σφακ. κ.ἀ.) Κύθηρ. Μύκ. Νάξ. Πελοπν. (Μάν.) ἀdίτερο Κρήτ. ἀντίτερο Μύκ. ἀντίερον Κύπρ. ἀντίερο Νίσυρ. Ρόδ. Τῆλ. ἀγκίδερο Χίος (Μεστ.) ἀντίδιρου Μακεδ. (Βελβ. Καστορ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.) ἀdίδιρου Κυδων. Λέσβ. (Μανταμᾶδ.) Σάμ. κ.ἀ. ἀdίdιρου Θρᾴκ. (Κομοτ.) Λέσβ. (Μυτιλ. Πάμφιλ.) ἀdίδιου Σαμοθρ. ἀντίδ’ρο Καππ. (Μαλακ.) ἀdίτ'ρο Θρᾴκ. (Καλαμ.) ’ντίδερον Κύπρ. ἀντίδωρος ὁ, Μεγίστ. Πελοπν. (Μάν.) ἀντίδερος Μεγίστ. ἀντίρεδος Μεγίστ ἀντίντερος Καππ. (’Αραβάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν οὐσ. ἀντίδωρον. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ ω εἰς ε διὰ τὸ ρ ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,339 καὶ 2,257 καὶ 406. Ὁ τύπ. ἀντίντερος κατ’ ἀφομοίωσιν ἢ διπλασιασμόν, περὶ οὗ ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν 'Επιστ. ᾿Επετ. Πανεπ. 13 (1916/7), 178. Διὰ τὸν τύπ. ἀγκίδερο πβ. ἀντὶ-ἀgὶς κττ. Ὁ κατ᾿ ἀρσεν. γένος τύπος κατὰ τὸ ὁ ἄρτος, μεθ’ οὗ συνεκφέρεται ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ γλώσσῃ.

Σημασιολογία

1) Ὁ εἰς ἀντικατάστασιν τῶν ἁγίων δώρων παρεχόμενος τοῖς πιστοῖς ἡγιασμένος ἄρτος εἰς μικροὺς βλωμοὺς κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Παίρνω ἀντίδωρο. Πήγαινε ’ς τὴν ἐκκλησία καὶ φέρε κ' ἐμένα ἀντίδωρο κοιν. ᾿Επῆγα ’ς τὴν ἐκκλησιˬά, μὰ δὲν πῆρα ἀντίδερο, γιˬατ᾿ εἶχα φαγωμένα Χίος Ἀπῆτις ἐδώκανε τ᾽ἀdίdερο, χάπ καὶ πάει ’ς τὸ σπίτι Κρήτ. Ἔφυα ’ποὺ τὴν ἐκκλησιˬὰ χωρὶς νὰ πάρω ἀντίρεδον Μεγίστ. Ξίβ’κα τιιχάτ’ ἀπ᾽ τ’ν λειτιιγιˬὰ κὶ μκὰ ἀdίδιου δὲν ἠπῆα (ἐβγῆκα τρεχάτη ἀπὸ τὴ λειτουργιὰ καὶ μήτε κἂν ἀντίδωρο δὲν ἐπῆρα) Σαμοθρ. || Φρ. Μεγαλοπεφθιˬανὸ ἀdίdερο Ἁποκόρ. Σφακ. ἤ Τσῆ Μεγάλης Πέφτης τ᾿ ἀdίdερο Βιάνν. (ἐξαίρεται ὡς ἱερώτερον ἢ ὡς μᾶλλον ἡγιασμένον διὰ τὴν κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην μνήμην τοῦ μυστικοῦ δείπνου). Σὰ Φράγκικο ἀντίδερο (ἐνν. δίδει, ἤτοι εἰς ἐλαχίστην ποσότητα, ἐπὶ φιλαργύρου) Κωνπλ. Σὶ βλέπουμι σὰ Φρά’κου ἀdίδιρου (σπανιώτατα, διότι παρὰ τοῖς καθολικοῖς δὲν ὑπάρχει ἀντίδωρον, ἀλλὰ μόνον ὁ ἄρτος ὡς σῶμα Χριστοῦ) Σάμ. Παίρ’ ἀποὺ δυˬὸ ἰκκλησιˬὲς ἢ ἀπ' οὕλις τ᾿ς ικκλησιὲς ἀντίδιρου (ἐπωφελεῖται δύο ἢ πολλὰς ἀπόψεις πρὸς πλήρωσιν τῆς ἐπιθυμίας του) Αἰτωλ. Παίρνω ἀπὸ τὸ χέρι του ἀντίδερο (ἐπὶ ἀνθρώπου ἠθικοῦ καὶ εὐσεβοῦς) Ζάκ. Τί πονηριˬά, Θεέ μου, ἀντίδερο ἔπαιρνες ἀπ᾿ τὰ χέριˬα της! (δηλ. ἀπεκρύπτετο πονηρία της ὑπὸ τὴν ἐμφάνισιν εὐσεβείας) Γ’Αθάν. ἔνθ’ ἀν. Τὸν ἄγγελον ἀτ’ ἀντίδωρον ᾿κὶ δί’ (ἐπὶ φυλαργύρου Συνών. φρ. δὲ δίνει τ’ ἀγγέλου του νερὸ) Πόντ. (Τραπ.) Μεταλαβὴ κιˬ ἀντίδωρο (ἐπὶ ψυχομαχοῦντος, ὅτι οὐδὲν ἄλλο ὑπολείπεται εἰμὴ ἡ μετάληψις) Λευκ. || Συνεκδ. ἡ ἐλαχίστη ποσότης πράγματός τινος ὅσον καὶ τὸ ἀντίδωρον σύνηθ.: Δὲν ἔβαλα ἀντίδωρο ᾿ς τὸ στόμα μου (δὲν ἔφαγα τίποτε) σύνηθ. Ἕναν ἀdίδερο ψωμὶ (ἐλάχιστος ἄρτος) Σύμ. Ἕνα ἀdίτ’ρο ψωμὶ Καλαμ. Ἕνα ἀdίdερο τυρὶ Βιάνν. (συνών. ἔλεος, νύχι, σταλεˬά, ψίχα, περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ’Αθηνᾷ 29 <1917> 188). || ᾎσμ. Ἄωμεν, βάες, ἄωμεν, ἄωμεν γιˬὰ νὰ πάμεν, γιˬατὶ τῆς τύχης ᾿ἔν ἔνι ἀντίερον νὰ φάμεν Κύπρ. Καβάλλα πάν ’ς τὴν ἐκκλησιˬά, καβάλλα προσκυνοῦνε, καβάλλα παίρν’ν ἀdίδερο ᾿πὲ τοῦ παππᾶ τὸ χέρι Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Συνών. ἀναφορὰ 3, ἄρτος, βλογιˬά, εὐλάβε͜ια, λειτουργιˬὰ, ὕψωμα. β) Τὸ ἐκ τοῦ ἄρτου τῆς προθέσεως ἰδιαιτέρως ἀφαιρούμενον τεμάχιον καὶ διδόμενον ὡς ἀντίδωρον Πόντ. (Τραπ.) Συνών. ὑγεία, ὕψωμα. 2) Ὁ ἄρτος τῆς προθέσεως ὁλόκληρος ὁ παρεχόμενος ὑπὸ τῶν πιστῶν εἰς τὸν λειτουργοῦντα ἱερέα Κύθν. Συνών. ἄρτος, βλογιˬά, λειτουργιˬά, πρόσφορο. 3) Ὁ ἄρτος τῆς ἀρτοκλασίας Κίμωλ. Σέριφ. Σίφν.: Τέσσερα ψωμιˬὰ τ᾿ ἀντιδέρου εἴχενε Κίμωλ. Συνών. ἄρτος, ἀρτοκλασία.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/