ἀντιζηλεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιζηλεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντιζηλεύω ᾽Αμοργ. Μέσ. ἀντιζηλεύγομαι Νάξ. ἀdιζουλεύομαι Νάξ. (Φιλότ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. ζηλεύω.

Σημασιολογία

Ζηλοτυπῶ, φθονῶ ᾿Αμοργ. Νάξ. (Φιλότ.): Ὁ δεῖνα μὲ ἀdιζουλεύεται Φιλότ. || ᾎσμ. Ὅσ’ ἄρχοντες τὸν εἴδασιν, ἐντιζηλέψασίν του ᾿Αμοργ. Συνών. ζηλεύω. Τὸ μέσ. ἀλληλοπαθῶς: Τὰ παλληκάριˬα ἠρχίσανε ν᾿ ἀdιζηλεύγουdαίνε κ᾿ ἤτανε φόβος νὰ μὴ σφαοῦνε Νάξ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/