ἀντιζύγι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιζύγι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντιζύγι τό, ἀμάρτ. ἀντ’ζύ’ Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ. Αἶν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀντίζυγος Πβ. καὶ Κορ. ἔκδ. Ἰσοκρ. 2, 37. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἀντίρροπον βάρος, τὸ σήκωμα, τὰ σταθμὰ Αἶν. Πβ. Κορ ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. βαρίδι, δράμια. 2) Τὸ ἀπόβαρον Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. Αἶν.) Συνών. ντάρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/