ἀντίκαιρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίκαιρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀντίκαιρος ἐπίθ. Ἤπ. (Ραβέν.) Πόντ. (Οἰν.) ἀdίκαιρος Κεφαλλ. Κρήτ. (Ρέθυμν. Σφακ.) ἀdίσκαιρος Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. καιρός.
Σημασιολογία
1) Ὁ τὸ τρίτον ἔτος ἀπὸ τοῦ παρόντος, ὁ τὸ μεθεπόμενον ἔτος λαμβάνων ὕπαρξιν Κρήτ.: ᾎσμ. Καὶ τοῦ καιροῦ χαρούμενος κιˬ ἀdίσκαιροι καὶ πάdα νά ’ρχωνται νὰ μάσε θωροῦν Κρήτ. β) Κατὰ γενικὴν μετὰ τοῦ ἄρθρου ἐπιρρηματ., τὸ μεθεπόμενον ἔτος, μετὰ δύο ἔτη Κρήτ. (Ρέθυμν. Σφακ.) Πόντ. (Οἰν.): ᾎσμ. Καὶ τοῦ καιροῦ χαρούμενοι, τ᾿ ἀdίκαιρου καὶ πάdα νά 'ρθουν οἱ φίλοι νὰ σᾶς βροῦν Ρέθυμν. Σφακ. Συνών. ἀντίκαιρα. 2) Οὐσ., ἀντίθετος, δυσμενὴς καιρός, ἀκατάλληλος πρὸς πλοῦν ἢ ἄλλην ἐνέργειαν Κεφαλλ.: Καιρὸς εἶν᾽ ἐτοῦτος; εἶναι ἀdίκαιρος, πῶς νὰ ταξιδέψω; Συνών. κακοκαιρία. β) Δυσμενὴς περίστασις, δυστυχισμένος χρόνος Ἤπ. (Ραβέν.): ᾎσμ. Ἦρθε καιρὸς κιˬ ἀντίκαιρος καὶ χρόνος ὠργισμένος καὶ βάρεσε τὸ μόλυσμα, ἡ ἔρημη πανούκλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA