ἀντίκαλον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίκαλον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντίκαλον τό, Κάρπ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) ἀντίκαλο Κάρπ. τίκαλον Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. καλόν, δι᾿ ὃ ἰδ. καλός. Ὁ τύπ. τίκαλον κατ᾿ ἀνομ. ἐκ τῆς φρ. ἕναν ἀντίκαλον. ᾿Ιδ. ΔΟἰκονομίδ. ἐν Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 5 (1918) 196 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἀνταποδιδόμενον καλόν, ἀντευεργέτημα ἔνθ’ ἀν.: Κάμε καλὸ νὰ βρῇς ἀντίκαλο Κάρπ. ᾿Ατὸ ἔτον ντὸ θὰ ἐπλέρωνες με τὸ ἀντίκαλον; Τραπ. ᾿Εγὼ ἀγοῦτον ἀσ’ σὸν θάνατον ἔσωσά ’τον κιˬ ἀτὸς πάρεξ τ’ ἀντίκαλον θέλ’ καὶ νὰ τρώῃ με (ἐγὼ αὐτὸν τὸν ἔσωσα ἀπὸ τὸν θάνατον καὶ αὐτὸς ἐκτὸς τοῦ ὅτι δὲν ἀνταποδίδει εὐγνωμοσύνην θέλει καὶ νὰ μὲ φάγῃ. ᾿Εκ παραμυθ.) Τραπ. || Φρ. Ἕναν τίκαλον . . . -Δύο τίκαλα . . . –Τρία τίκαλα . . . -Δώδεκα τίκαλα (ὡς ἐρωτήματα ἐν στιχομυθίᾳ μεταξὺ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ δράκοντος ἐν παραμυθ. ἰδ. Λεξικογρ. ᾿Αρχ. ἔνθ’ ἀν.) Χαλδ. || Παροιμ. φρ. Τὸ καλὸν θέλει κιˬ ἀντίκαλον (ὁ εὐεργετοῦμενος ὀφείλει ν’ ἀνταποδίδῃ τὴν ὀφειλομένην εὐγνωμοσύνην) Κερασ. Συνών. ἀντίχαρι. 2) ᾿Απάντησις, ἀπόκρισις Κάρπ: Τοῦ ᾽μίλουν κιˬ ἀντίκαλον δὲν μοῦ ᾿δινεν. || Φρ. Μήτε μιλιˬὰ μήτε ἀντίκαλο (ἐπὶ ἄκρας σιωπῆς).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA