ἀντικάμαρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντικάμαρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντικάμαρα ἡ, πολλαχ. ἀdικάμαρα Κεφαλλ. ἀντικάμερα Ζακ ἀdικάμαρη Ἄνδρ. Λευκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. anticamera.
Σημασιολογία
Προθάλαμος, συνήθως εἰς φρ. μετὰ τοῦ ρ. κάμνω: Κάνω ἀντικάμαρα (κάμνω τινὰ νὰ περιμένῃ ἐν τῷ προθαλάμῳ) Παξ. Μᾶς ἔκαμες ἀdικάμαρα (δὲν παρουσιάσθης ἐνώπιόν μας κατὰ τὴν ἐπίσκεψίν μας εἰς τὴν οἰκίαν σου) Κεφαλλ. ᾿Επῆγα νὰ τῆς κάμω βίζιτα καὶ μοῦ 'καμε ἀντικάμαρα (δὲν παρουσιάσθη προσποιηθεῖσα ἀσθένειαν ἢ δι᾽ ἄλλην ψευδῆ αἰτίαν) Σῦρ. Μᾶς κάνει ἀdικάμαρη (ἀποφεύγει νὰ ἔλθῃ εἰς τὸ δωμάτιον, ὅπου συνομιλοῦμεν, ἀλλὰ παραμένει εἰς ἄλλο δωμάτιον ἢ ἀποχωρίζεται τῆς ὁμάδος πρὸς ἄλλον κύκλον ἕνεκα θυμοῦ ἤ πείσματος) Ἄνδρ. Λευκ. Μοῦ κάνεις ἀντικάμαρα (ἀντιπράττεις, ἀντενεργεῖς εἰς τὰς προσπαθείας μου) Σίφν. Ἡ φρ. ἐκ τοῦ ᾿Ιταλ. fare anticamera.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA