ἀντικάρδιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντικάρδιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντικάρδιν τό, Πόντ. (Οἰν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. καρδία.

Σημασιολογία

Τὸ μυστικὸν τὸ οἱονεὶ ἐν τῇ καρδίᾳ κρυπτόμενον, τὸ ἀπόρρητον: Τ᾽ ἀντικάρδιˬα μου νὰ πάρῃ (νὰ μάθῃ τὰς ἀποκρύφους σκέψεις μου).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/