ἀντικέφαλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντικέφαλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντικέφαλο τό, Ἤπ. Σύμ. κ.ἀ. –Βηλαρ. Ποιήμ. 22 καὶ ἐν Ἡμερολ. Δωδών. 1,40
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀντικέφαλον. ᾿Ιδ. Κορ. Ἄτ. 4, 21.
Σημασιολογία
Τὸ ὄπισθεν μέρος τῆς κεφαλῆς, ἡ ἰνιακὴ χώρα (διὰ τὴν σημ. τῆς προθ. πβ. ἀντίθυρα): Τὸ κορφοκέφαλο καὶ ἀντικέφαλο ἔχει τρίχες Βηλαρ. ἐν Ἡμερολ. Δωδών. 1,40 || Ποίημ. Καὶ τὸν σουβλάει ἡ κονταρεˬὰ κατάμεσα ᾿ς τὸ μάτι, ὀπίσω ὀχ’ τ᾿ ἀντικέφαλο τὸ ἄρμα διˬαπερνάει Βηλαρ. Ποιήμ. 22 Πβ. Λυδ. περὶ μηνῶν 4,54 «ἐπὶ τοῦ βρέγματος κατὰ τὸ ἀντικέφαλον ἐναποκεῖσθαι λέγεται πρὸς ταῖς ρίζαις τοῦ ἐγκεφάλου τοῖς ἀνθρώποις ἡ φρόνησις».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA