ἀντίκλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίκλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντίκλα ἡ, Ἰκαρ. ἀdίκλα Κάλυμν. Σάμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀντικνήμιον, ὅθεν ἀντικλήνι-ἀντίκλα. ᾿Ιδ. ΓΝΧατζιδ. ἐν 'Αθηνᾷ 36 (1924) 186.
Σημασιολογία
1) Ἡ κνήμη καὶ ἐν γένει τὸ ἀπὸ τῆς κνήμης μέχρι τοῦ πέλματος μέρος τοῦ ποδὸς ’Ικαρ. Κάλυμν.: Μὲ πονάει ἡ ἀντίκλα μου Ἰκαρ. Γιὰ δὲς τί ἀdίκλες πού ’ει! Κάλυμν. Τῆς πρωτοκόρης μου οἱ ἀdίκλες μηὲ ραβζὰ εἶναι (εἶναι λεπτότεραι καὶ τῶν ραβδίων) αὐτόθ. Ποῦ νὰ σαψιοῦνται οἱ ἀdίκλες σου! (σαψιˬοῦνται=σαπήσουν) αὐτόθ. β) Καθόλου, τὸ σκέλος ὁλόκληρον Κάλυμν. Σάμ.: ᾿Αdίκλες ποῦ τοὶς ἔει! Κάλυμν. Μ ’ ξάπλουσις τ᾿ς ἀdίκλις Σάμ. γ) Ἄρθρωσις οἱαδήποτε τῶν μελῶν τοῦ σώματος Κάλυμν.: Πονῶ τοὶς ἀdίκλες μου. 2) Ὁ ὑπὸ τὸ γόνυ τόπος, ἡ ἰγνύα ᾽Ικαρ. Σάμ. Πβ. ἄντζα, ἀντζί, ἀντίκληνας, ἀντικλήνι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA