ἀντίκλαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίκλαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντίκλαρο τό, Ἤπ. Πελοπν. (Τριφυλ.) ἀντίκλαρου Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾿Ακαρν. Εὐρυταν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. κλαρί.
Σημασιολογία
Φυτὸν παράσιτον δρυῶν, ἐλατῶν, πρίνων κττ., λώρανθος ὁ Εὐρωπαϊκὸς (loranthus Europaeus) χρήσιμον ὡς τροφὴ τῶν ζῴων: Πουλλὰ κλαριˬὰ βγάν’νι ἀντίκλαρα, τοὺ ἔλατου, ἡ καστανεˬά, τοὺ πουρνάρ’ Αἰτωλ. Ἔβγαλι τοὺ δέντρου ἀντίκλαρου Εὐρυταν. Κόψι τ᾽ ἀντίκλαρου νὰ φάν’ τὰ γίδιˬα σ᾿ Αἰτωλ. Ἔ’ ἀντίκλαρου οὑ ἔλατους αὐτόθ. Ηὗρα ἀντίκλαρου σὶ ’κεῖνου τοὺ πουρνάρ’ αὐτόθ. || Γνωμ. Σκατένιˬα εἶνι οὑ σώγαμπρους, τοὺ σκατουπού’ κὶ τ᾽ ἀντίκλαρου (διότι ζοῦν παρασιτικῶς) αὐτόθ. Συνών ἀντιδέντρι, ἰξός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA