ἀντίκληνας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίκληνας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀντίκληνας ὁ, ἀμάρτ. ἀdίκληνας Νάξ. (Βόθρ. Φιλότ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀντικλήνα ἢ ἀντικλήνι.
Σημασιολογία
1) Ἡ κνήμη τοῦ ποδὸς ἔνθ’ ἀν.: Γιˬὰ ξάνοιε εἶdα ἀdικλήνοι τσ᾿ ἔχει εὐτός! Βόθρ. Θὰ σοῦ δώκω κἀμμιˬὰ νὰ σοῦ σπάσω τὸν ἀdίκληνα Φιλότ. 2) Τὸ ὄπισθεν μέρος τῆς κνήμης, τὸ γαστροκνήμιον ἔνθ’ ἀν. Πβ. ἄντζα, ἀντζί, ἀντίκλα, ἀντικλήνι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA