ἀντικλήνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντικλήνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντικλήνι τό, ἀμάρτ. ἀdικλήνι Κρήτ. ᾿dικλήνι Κρήτ.

Ετυμολογία

᾽Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀντικνήμιον διὰ τοῦ πληθ. ἀντικνή(μ)νιˬα καὶ κατ᾿ ἀνομ. ἀντικλήνιˬα, περὶ οὗ ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ’Αθηνᾷ 36 (1924) 185 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Πληθ., αἱ κνῆμαι καθόλου: Μωρέ, ἀdικλήνιˬα ποῦ ἔχει! Μ’ ἐπόνεσαν τ᾿ ἀdικλήνιˬα μ᾽ νὰ στέκωμαι. Πβ. ἀρχ. παροιμ. Παροιμιογρ. (ἔκδ. Leutsch) 2, 203 «πεινῶντος ἀνδρὸς ἰσχνὰ τ᾿ ἀντικνήμια». β) Αἱ ἰσχναὶ κνῆμαι. 2) Ὁ ποὺς περὶ τὰ σφυρά. 3) Τὸ ὄπισθεν τοῦ γόνατος μέρος, ἡ ἰγνύα. Πβ. Ἡσύχ. «ἰγνύα . . . τὸ τοῦ γόνατος ὄπισθεν μέρος» καὶ «ἰγνύα• . . . τὸ ἀντικνήμιον» ἐν λ. ἰγνύι. Πβ. ἄντζα, ἀντζί, ἀντίκλα, ἀντίκληνας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/