ἀντικοιτάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντικοιτάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντικοιτάζω Ἤπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. κοιτάζω.

Σημασιολογία

Κοιτάζω, προσβλέπω τινὰ αὐστηρῶς, ἐχθρικῶς: ᾿Αντικοίταξε ὁ δεῖνα τὸν δεῖνα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/