ἀντίκομμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντίκομμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντίκομμα τὸ, ἀμάρτ. ἀντίκομ-μαν Κύπρ. -ΧΠαλαίσ. Συλλογ. Κυπρ. ποιημ. 75 ἀντίσκομμα Ζάκ. Παξ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀντικόφτω.

Σημασιολογία

1) Ἐμπόδιον, πρόσκομμα. ἔνθ’ ἀν.: Μὄκαμε ἀντίσκομμα αὐτός, ἀλλεˬῶς θὰ τὸ κατώρθωνα Παξ. Ὅ,τι δουλε͜ιὰ πάει νὰ κάμῃ, ὅλο βρίσκει ἀντισκόμματα αὐτόθ. Μὴν τοῦ φέρνῃς ἀντίκομ-μαν Κύπρ. 2) Συναπάντημα Κύπρ. -ΧΠαλαίσ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Ὁ παντοδύναμος Θεὸς τὸ πλάσμαν νὰ φυλάγῃ ’ποῦ τὸ κακὸν ἀντίκομ-μαν εἰς ὅπο͜ιον τόπον πάγει ΧΠαλαίσ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/