ἀντικόρακο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντικόρακο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντικόρακο τό, Ἤπ. Λευκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. κοράκι.

Σημασιολογία

Τὸ ἔξω μέρος τοῦ κορακιˬοῦ, τοῦ κυρτοῦ μέρους τῆς πρῴρας κατ᾽ ἐπέκτασιν τῆς τρόπιδος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/