ἀντικόσμι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντικόσμι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντικόσμι τό, ἀμάρτ. ’τικόσμιν Πόντ. (Χαλδ.) 'τιγκόσμιν Πόντ (Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. κόσμος. Ὁ τύπ. ’τιγκόσμιν < ᾿ντικόσμιν κατὰ μετάθεσιν τοῦ ἐρρίνου. ᾽Ιδ. ΔΟἰκονομίδ. ἰδ. ἐν Λεξικογρ. ᾽Αρχ. 5 (1918) 198.
Σημασιολογία
Πλῆθος ἢ μέγεθος ὑπερβολικόν: Ἕναν ’τιγκόσμιν τόπον ἔ' (ἔχει ἀπεράντους γαίας). Ἕναν ’τικόσμιν ἀρθώπ’ ἔσαν ἐκεῖ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA