ἀντικούκκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντικούκκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντικούκκι τό, ἀμάρτ. ἀντικούτιν Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. κουκκί.

Σημασιολογία

Τὸ ὡς μίσθωμα ἀγροῦ παρεχόμενον γέννημα εἰς τὸν ἰδιοκτήτην ὑπὸ τοῦ καλλιεργητοῦ, ἀρχ. μορτή: ᾿Εγιˬὼ ἐνοίκιˬασα τὰ χωράφκιˬα μου γιὰ δέκα κιλὰ σιτάριν τὸν χρόνον ἀντικούτιν. ᾽Επλέρωσα δκυˬὸ κιλὰ σιτάριν άντικούτιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/