ἀντικόφτω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντικόφτω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντικόφτω ἀμάρτ. ἀντισκόφτω Ἤπ. κ.ἀ. -ΔΣολωμ. 10 ἀdισκόφτω ’Αντικύθ. Κύθηρ. ἀντικόβω Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Κέρκ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακων.) κ.ἀ. -ΓΜαρκορ. Ποιητ. ἔργ. 62 ἀdικόβω Κρήτ. (Σέλιν. κ.ἀ.) Πάρ. ἀντ᾽κόβου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀντισκόβω Ζάκ. Κέρκ. Παξ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Γέρμ. Καλάβρυτ. Λακων. Μάν. Σιδηρόκαστρον Τριφυλ.) κ.ἀ. -ΚΠασσαγιάνν. Παραμύθ. 23 ἀdισκόβω ’Αντικύθ. Κεφαλλ. Κύθηρ. Μέγαρ. ἀdισκόβγω Κύθηρ. Μέγαρ. ἀντικόβκω Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀντικόπτω. Διὰ τοὺς τύπους τοὺς ἔχοντας ἐν τῇ παραληγούσῃ σ πβ. τὸ ἁπλοῦν κόφτω καὶ σκόφτω. ᾽Ιδ. καὶ Σδραγούμ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 26(1914) 27 κἑξ.

Σημασιολογία

1) ᾿Εμποδίζω τινὰ εἰς τὸ ἔργον του, εἰς τὴν προσπάθειάν του, ἐξαναγκάζω τινὰ νὰ διακόψῃ τὴν ἐνέργειάν του ᾿Αντικύθ. Ζάκ. Ἤπ. Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Κρήτ. (Σέλιν.) Κύπρ. Μέγαρ. Παξ. Πελοπν. (Γέρμ. Καλάβρυτ. Λακων. Σιδηρόκαστρον Τριφυλ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Μ᾿ ἀντίσκοψε αὐτός, ἀλλεˬῶς θὰ τελείωνα τὴ δουλε͜ιά μου Ζάκ. Τὸν ἀντισκόβει ᾿ς ὅλες τσ᾽ δουλε͜ιές του Παξ. Ἤθελα νά ᾿ρτω κιˬ ὁ δεῖνα μ᾿ ἀdίσκοψε ᾽Αντικύθ. Ἤθελα νὰ ᾿ρθῶ καὶ μ᾿ ἀντισκόψανε Γέρμ. Ὁ γιˬός μου θά ’χῃ σκοπὸ νὰ παντρευτῇ καὶ δὲ μοῦ τὸ λέει, γιατὶ ξέρει πῶς θὰ τὸν ἀντικόψω Ἁλμυρ. Ἄφ’ το νὰ γίνῃ τὸ συνοικέσιˬο, ἐσὺ μὴν ἀντισκόβῃς Καλάβρυτ. Πῆγε τιˬ ἀdίσκοψε γιὰ τὸ θηλυκὸ τσαὶ δὲν τὰ τελε͜ιώσαμε τ᾿ ἀρρεβωνιˬάσματα Μέγαρ. Θὰ τό ᾽λιγα τὸ μάθ’μα μ’ ἀλλὰ πῆις κὶ μ᾽ ἀντίκουψις Αἰτωλ. Μ’ ἀντίκουψαν ᾿ς τ᾽ μέσ᾽ τοῦ χρόνου ἀπ' τοὺ σκουλεῖου αὐτόθ. Καλὰ πααί’ τοὺ πιδὶ ’ς τὰ γράμματα, ἀλλ᾽ ἀντ’κόβιτι ἀπ’ τ᾿ς δ᾿λε͜ιὲς αὐτόθ. Καλὰ πάιναν οἱ δ᾽λε͜ιές τ᾿, ἀλλὰ ἀντ’κόφκι (ἀντικόφτηκε) αὐτόθ. ᾽Αντισκόβω τὸ κακὸ Λακων. Ἄν δὲ σ’ ἀντίκοβκα, ἔθεν νὰ τόνε χτυπήσῃς Κύπρ. Καλὰ ἔκαμες τ’ ἀντίκοψές με αὐτόθ. Θὰ τό ᾿κανε χωρὶς ἄλλο . . . ἂν δὲ βρίσκονταν ἐκεῖ δυˬὸ τρεῖς χωριανοί μας νὰ τὸν ἀντισκόψουν ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. β) Καθόλου, διακόπτω τὴν συνέχειαν τινος Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Βούρβουρ.) -ΔΣολωμ. ἔνθ᾽ ἀν. Γ Μαρκορ. ἔνθ’ ἀν.: Μ ’ ἀντίκοψες τὴν ὁμιλία μου Βούρβουρ. Μ’ ἀντίκοψες τὸ λόγο-τὴν κουβέντα 'Αρκαδ. || Ποιήμ. Καὶ οἱ βροντὲς καὶ τὸ σκοτάδι, | ὁποὺ ἀντίσκοφτε ἡ φωτιˬά, ἐπαράστεναν τὸν ᾍδη, | ποῦ ἀκαρτέρε͜ιε τὰ σκυλλιˬὰ ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν.: . . . . . . . . τοῦ τόπου τὰ σκοτάδιˬα μόνον ἀντίκοβε τὸ φῶς ἀπ᾿ τὸ καντήλι ἐκεῖνο ΓΜαρκορ. ἔνθ’ ἀν. 2) Διακόπτω τινὰ ὁμιλοῦντα Ἀντικύθ. Ἤπ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ (Σέλιν.) Κύθηρ. Πάρ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Λακων. Μάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Ὅdας κρένω μὴ μ᾽ ἀdισκόφτῃς ᾿Αντικύθ. Μὴ dὸν ἀdικόβῃς Κύθηρ. Τὸν ἀντίσκοψε ᾿ς τὴ μέση ’Αρκαδ. Καλὰ τὰ ᾿λιι αὐτός, ἀλλὰ τοὺν ἀντίκουψι οὑ ἄλλους Αἰτωλ. Μὴ μ᾿ ἀντ’κόβ’ς ἀπ’ τὴν κ᾿βέντα μ᾿ αὐτόθ. || Γνωμ. Ἄ θέλῃς νὰ τὸν πιˬάσῃς τὸν ψεύτη, μὴ τὸν ἀντικόβῃς Λακων. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ξενοφ. Ἑλλ 2,3,15 «ὁ δὲ Θηραμένης ἀντέκοπτε λέγων». 3) ’Επὶ ψυχορραγοῦντος, διακόπτω τὴν πρὸς τὸν θάνατον ἀγωνίαν Πελοπν. (Καλάβρυτ): Μὴ φωνάζετε καὶ τὸν ἀντισκόβετε, ἄφτε τον νὰ ἐλευθερωθῇ. Αὐτὸς τραύαγε ἀπὸ χτὲς, ἀλλὰ τὸν ἀντισκόψανε. Συνών. ἀγγελοκόβω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/