ἀντικρινὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντικρινὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀντικρινὰ ἐπίρρ. κοιν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀντικρινός.
Σημασιολογία
᾿Αντικρύ, ἀπέναντι: Ἀντικρινὰ εἶναι τὸ σπίτι του, πήγαινε νὰ τὸν εὕρῃς. Κάθεται ἀντικρινά μου. ᾽Εκεῖ ἀντικρινὰ ποῦ βλέπεις εἶναι τὸ σκολε͜ιό μας. Συνών. ἀγνάντιˬα Α1, ἀνάγναντα, ἀντίκρυ, ἀντικρυστά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA