ἀντικρίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντικρίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντικρίνω Πελοπν. (Οἰν.) ἀντικρίνου Ἤπ. (Ζαγόρ. Χουλιαρ.) Στερελλ (Αἰτωλ.) ἀντικρένω Ἤπ. (Τζουμέρκ. κ.ἀ.) Πελοπν. (’Αρκαδ.) ἀντικρένου Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μές. ἀντικρε͜ιέμαι Πελοπν. (’Αρκαδ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἀντικρίνω. Τὸ ἀντικρε͜ιέμαι ἐκ τοῦ ἀορ. ἀντικρίθηκα κατὰ τὸ ἀντίστροφον σχῆμα ἀγαπήθηκα-ἀγαπε͜ιέμαι, μετρήθηκα-μετρε͜ιέμαι κττ.

Σημασιολογία

Α) Μέσ. 1) Συγκρίνομαι, παραβάλλομαι Στερελλ. (Αἰτωλ) : ᾎσμ. Ποιά ’ν’ ἐκεί’ ἡ ὄμουρφη ν᾽ ἀντικριθῇ σὶ μέναν; Διὰ τὴν σημ. πβ. μεταγν. Αἰλιαν. Ποικίλ. ἱστορ. 2, 30 «αὐτὰ κατέπρησε [δηλ. τὰ ποιήματα], ἐπεὶ τοῖς Ὁμήρου αὐτὰ ἀντικρίνων ἑώρα κατὰ πολὺ ἡττώμενα». 2) ᾿Αποκρίνομαι, ἀπαντῶ Ἤπ. (Ζαγόρ. Τζουμέρκ. κ.ἀ.) Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Οἰν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τοὺ φουνάζου κὶ δὲ μ’ ἀντικρίνιτι Αἰτωλ. || ᾌσμ. Τώρᾳ λάλησε πουλλὶ κιˬ ἀηˬδόνι | κιˬ ἀντικρίθηκε τὸ χελιδόνι Ἤπ. Καὶ τὸ θιριˬὸ ἀντικρίθηκε ἀπ᾿ τὴ δεξιˬὰ καμάρα αὐτόθ. Κ᾿ ἡ κόρη ἀντικρίθηκε κ᾽ ἡ κόρη ἀντικρένει, κ’ ἐμένα μάννα μ᾽ ἔκαμε, μάννα σὰν τὴ δική σου Τζουμέρκ. ᾿Εκεῖνος ἀντικρίθηκε κ’ ἐκεῖνος ἀντικρε͜ιέται, ἐγὼ εἶμαι ἄξιος καὶ γλήορος, γουργὸς καὶ παλληκάρι ᾿Αρκαδ. β) ’Αντηχῶ Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀντικρίθ’καν τὰ β’νὰ ᾿ς τὸ βρόντο. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντικουφῶ. Β) ᾽Ενεργ. 1) ᾽Αποκρίνομαι, ἀπαντῶ, Στερελλ. (Αἰτωλ.): Φουνάζου ᾽γὼ ἀπουδῶθι, ἀντικρέν’ αὐτὸς ἀπουπέρα. β) ᾽Αντηχῶ Στερελλ. (Αἰτωλ.): ’Αντικρέ’ ἡ φωνή μου ᾽ς αὐτὸν τοὺ βράχον. 2) ’Αντιλέγω, ἐναντιολογῶ Ἤπ. (Χουλιαρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ): Δὲν τ᾿ ἀντίκρινε καθόλου Χουλιαρ. Πουτὲ δὲν ἀντίκρινι τ᾿ πατέρα τ’ Αἰτωλ. Ἀντικρένουντι πατέρας κὶ πιδὶ αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/