ἀντικρούω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντικρούω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντικρούω λόγ. κοιν.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀντικρούω.
Σημασιολογία
1) ᾿Αντιτάσσομαι πρός τινα διὰ λόγων, ἀνασκευάζω τοὺς λόγους τινὸς λόγ. κοιν.: Σηκώθηκα καὶ τὸν ἀντίκρουσα. β) ᾿Απαντῶ εἰς πειρακτικὸν δίστιχον κατὰ τοὺς χοροὺς Κάρπ. 2) Ἐπὶ τοῦ ἡλίου, θερμαίνω πολύ, καίω Κάρπ.: Ἀντικρούει ὁ ἥλιˬος. 3) ᾽Επὶ σωματικῶν ἀλγηδόνων, προσβάλλω Κάρπ. Κεφαλλ.: ᾎσμ. Σουβλεˬὲς τῆς κρούν εἰς τὸ πλευρόν, ᾽ς τὰ στήθη κιˬ ἀντικρούουν Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA