ἀντικρυάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντικρυάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντικρυάζω, ἀντικρζω Πόντ. (᾿Αργυρόπ. Σάντ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ. κρυάζω < κρύος.
Σημασιολογία
Καθιστῶ τι ψυχρότερον, καθιστῶ χλιαρὸν τὸ λίαν θερμὸν διὰ συγκερασμοῦ, συνήθως ἐπὶ ὕδατος: Τὸ νερὸν πολλὰ ζεστὸν ἔν᾽, ἀντικρύασον ἀτο Χάλδ. Νερὸν ἀντικρσμένον. Συνών. *ἀντικρυαίνω, *ἀντικρυώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA