ἀντικρυστὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντικρυστὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀντικρυστὸς ἐπίθ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) ἀdικρυστὸς Θρᾴκ. (Αἶν. Σαρεκκλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀντικρύζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ εἰς ἀντίκρυσιν, εἰς ἀπόδοσιν, γινόμενος, ὁ ἀντίστοιχος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): «Βγάζαν τὰ σημάδια καὶ ἔλεγαν τὰ δίστιχα ἀντικρυστὰ» (εἰς τὸ ἔθιμον τοῦ κλήδονα, καθ' ὃ εἰς ἕκαστον ἐξαγόμενον σημάδι ἀπαγγέλλεται ἓν δίστιχον). 2) Ὡς οὐσ., εἶδος χοροῦ γινομένου ὑπὸ δύο χορευτῶν ἀπέναντι ἀλλήλων Θρᾴκ. (Αἶν. Σηλυβρ.): Χόρεψε ’κείνη ἀντικρυστὸ ποῦ πῆγε ἀντάρα Σηλυβρ. Συνών. καρσιλαμᾶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/