ἀντικρύωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντικρύωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀντικρύωτος ἐπίθ. ἀντίκρωτος Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀντικρυωτὸς < *ἀντικρυώνω προσλαβόντος τοῦ ἀρκτικοῦ α σημ. στερητικὴν διὰ τῆς προπαροξυτονίας. ᾽Ιδ. ἀ- στερητ 2α.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ γενόμενος ψυχρότερος, ὁ παραμένων ἔτι λίαν θερμός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/