ἀντιλαβοῦ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιλαβοῦ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντιλαβοῦ ἡ, ’Αθῆν. Ἤπ. Κάλυμν. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (’Αρκαδ.) κ.ἀ. ἀντιλαβοῦ τό, Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ρήσεως «ἀντιλαβοῦ, σῶσον, ἐλέησον». ᾿Ιδ. ΝΠολ. Παροιμ. 2,326.
Σημασιολογία
1) ᾿Αντίληψις ᾽Αθῆν.: Ἡ δεῖνα ἔχει ἀντιλαβοῦ. 2) Ἐπὶ τῶν ἱερωμένων, τὰ ἐκ τῆς ἱερωσύνης κέρδη Ἤπ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (᾿Αρκαδ.): Αὐτὸς οὑ παππᾶς εἶνι μόνου γιˬὰ τοὺ ἀντιλαβοῦ καλὸς Ἤπ. || Φρ. Βγαίνει ἡ ἀντιλαβοῦ (ἐπὶ ἔργου ἐπικερδοῦς) Λιβύσσ. β) Κέρδος ἀνήθικον, ἐκβιαστικὸν ἀγν. τόπ.: Δούλεψε κι ἡ ἀντιλαβοῦ (πλὴν τῶν νομίμων κερδῶν εἰσεπράχθησαν καὶ παράνομα). 3) Τέλος, τέρμα Στερελλ. (Αἰτωλ.): Φρ. Ἦρθι ᾿ς τ᾿ ἀντιλαβοῦ (ἔφθασεν εἰς τὸ χεῖλος τοῦ τάφου, παρ᾽ ὀλίγον νὰ ἀποθάνῃ. Συνών. φρ. ἦρθε ᾿ς τὸ νῦν καὶ ἀεί, ἦρθε ς’ τὸ ἀμήν). Ἡ λ. καὶ ὡς παρωνύμ. Κρήτ. (Βιάνν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA