ἀντιλαμπὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιλαμπὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντιλαμπὴ ἡ, Θρᾴκ. (Μυριόφ.) Χίος (Μεστ. Πυργ.) ἀdιλαbή Μοσχονήσ. ἀντιλιˬαμπὴ Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀντιλάμπω.
Σημασιολογία
1) Λάμψις, ἀκτινοβολία Θρᾴκ. (Μυριόφ.) Χίος (Μεστ. κ.ἀ.): Ἡ ἀντιλαμπὴ τῆς πυροφάνιˬας σταματᾷ τὰ ψάριˬα Μεστ. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀντηλιˬὰ 1 καὶ ἀντιλάμπισμα, ἀντιλαμψίδα 1. 2) Στιλβηδών, λαμπρότης, οἷον χρυσοῦ, ὑάλου κττ. Μοσχονήσ. Πελοπν. (Λακων.): Ὁ Τρελλογιˬάννης θάμαξε ἀπὸ τὴν ἀdιλαbὴ τῶ φλωριˬῶν Μοσχονήσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA