ἀντίλαμπρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντίλαμπρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀντίλαμπρα ἡ, Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) ἀντίλαμπρη Θρᾴκ. (Μυριόφ.) ἀdίλαbρη Θρᾴκ. ἀντίλαμπρο τό, Θρᾴκ. (Καλαμ. Στέρν.) ἀdίλαbρο Θήρ. Κύθν. Πάρ. ἀdίλαbρου Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.) Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. λαμπρά, παρ’ ὃ καὶ λαμπρή. Πληθ. ἀντίλαμπρα τά, παρὰ Σομ. ᾽Ιδ. Κορ. Ἄτ. 4, 22

Σημασιολογία

1) Ἡ ὀγδόη ἀπὸ τοῦ Πάσχα ἡμέρα, ἡ Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ ἔνθ’ ἀν. καὶ κατὰ γενικ. τ᾿ ἀdιλάbρου Θήρ. ἠ τ᾽ ἀdίλαbρου Μάδυτ. Σάμ. Συνών. ἀντίπασχα. 2) Ἡ ἑπομένη τοῦ Πάσχα, ἡ Δευτέρα τῆς Διακαινισίμου Θρᾴκ.: Τί κά’ς σήμιρα; ἀdίλαbρη; (ἐπὶ ἀργοῦντος διὰ φυγοπονίαν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/