ἀντιλαμψίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιλαμψίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιλαμψίζω ἀμάρτ. ἀdιλαψίζω Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. *ἀντίλαμψι.
Σημασιολογία
Λάμπω, ἀκτινοβολῶ: Εἶdα ᾽ν᾽ αὐτὸ π᾿ ἀdιλαψίζει πέρα; Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντιλάμπω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA