ἀντιλαχιˬῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιλαχιˬῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντιλαχιˬῶ Κάρπ. (Ἔλυμπ.) ἀντιλασιˬῶ Κάρπ. ἀντιλασκιˬῶ Κάρπ. (Ἔλυμπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀντιλαλῶ κατά. τινα παρετυμολογίαν. ᾽Ιδ ΜΜιχαηλίδ. Τραγούδ. Καρπάθ. 322
Σημασιολογία
᾽Ενεργ. καὶ μέσ. ἀντιλαλῶ 1, ὃ ἰδ.: ᾽Αντιλασιˬέται ἡ ἐκκλησιˬὰ (δηλονότι ἐκ τῆς ψαλμῳδίας) || ᾎσμ. Ποι͜ὸς εἶν’ ἀποῦ τραούησεν ὀψὲς ἀργὰ ’ς τὴν βίγλα . . . κιˬ ἀντιλαχιˬοῦν ἑφτὰ οὐρανοὶ ἀποὺ τὴν ἀονήν του; (ἀονὴ=φωνή). Κ’ ἦτον τ᾿ ἀέρι δροσερὸ κ᾿ ἡ κόρη ᾿ς τὴν λαλιˬά της κ’ ἤπηρ' ἄνεμος τὴν λαλιˬὰ ’ς τὰ ὄρη τὰ λαγκάδιˬα κ᾽ ἀντιλαχιˬοῦσαν οἱ κρεμ-μοὶ κ᾽ οὕλα τὰ ριτζοόνιˬα (ριζοβούνια).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA