ἀντίληψι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίληψι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντίληψι ἡ, λόγ. κοιν. ᾽ντίληψι Πελοπν (Οἰν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀντίληψις.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ ἀντιλαμβάνεταί τις, τὸ νὰ ἐννοῇ, ἡ ἱκανότης πρὸς γνῶσιν τοῦ ἐκτὸς ἡμῶν κόσμου λόγ. κοιν.: Ἔχει γιˬερὴ ἀντίληψι. Δὲν ἔχει ἀντίληψι καὶ δὲ θὰ μάθῃ τίποτε. 2) Λιποθυμία, οἷον ἕνεκα καύσωνος, δυσωδίας, συγκινήσεως κττ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Λακεδ. Μάν. Μεσσ.): ᾿Ηταν σήμερα ᾿ς την κηδεία ἡ μάννα μου καὶ τῆς ἦρθε ἀντίληψι Μεσς. Διὰ τὴν σημ. πβ. Θουκ. 2,49,7 «εἴ τις ἐκ τῶν μεγίστων περιγένοιτο, τῶν γε ἀκρωτηρίων ἀντίληψις αὐτοῦ ἐπεσήμαινε» (προσβολὴ τῶν ἄκρων).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA