ἀντιλόγημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιλόγημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντιλόγημα τό, ἀμάρτ. ἀντιλό’μα Σαμοθρ. ἀντιλόγισμα Χίος ἀντιλόισμα Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀντιλογῶ.

Σημασιολογία

1) Ἀντιλογία, ἀπρεπὴς ἀπάντησις Σαμοθρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντίκρισι. 2) Ταραχή, στενοχωρία Μάν. 3) Πληθ., νουθεσίαι, παραινέσεις, παρατηρήσεις Χίος Ἐτσεῖνα τ᾽ ἀντιλογίσματα ποῦ τοῦ ᾽λεγεν, ἄξιζεν καθένα δέκα φλουριά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/