ἀντίλογος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίλογος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀντίλογος ὁ, Ἤπ. Κάρπ. Κέρκ (Ἀργυρᾶδ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Θεσσαλον. Καστορ. Καταφύγ.) Πελοπν. (Ἄργ. Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Λάκων. Λάστ. Μάν. Οἰν.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀdίλογος Νάξ. Πάρ. ἀντίλοος Κύπρ. ἀντίλουγους Ἤπ. (Ζαγόρ.) κ.ἀ. ἀντίλουους Στερελλ. (Αἰτωλ) ἀντίλογο τό, Πελοπν. (Λάστ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀντίλογος.
Σημασιολογία
1) Ἀντιλογία, ἀντίρρησις ἔνθ’ ἀν. πλὴν τοῦ Πόντ.: Ἔχει πάντα τὸν ἀντίλογὸνε ᾽ς τὸ στόμα (διαρκῶς ἀντιλέγει) Μάν. Ἔχει ὅλο τὸν ἀντίλογο ᾿ς τὸ στόμα Σῦρ. || Φρ. μετὰ τοῦ λόγος ἐν ἀντιθέσει πρὸς αὐτό: Ὁ λόγος ἔχει ἀντίλογο (ὁ τραχὺς λόγος προκαλεῖ ἀνάλογον ἀντιλογίαν) Ἄργ. Βούρβουρ. Θεσσαλον. Ὁ λόγος ἔχει κιˬ ἀντίλογο Λακῶν. Κάθε λόγος ἔχει καὶ τὸν ἀντίλογό του Ἤπ. κ. ἀ. Οὑ λόους ἔ᾽ κιˬ ἀντίλουου Αἰτωλ. Κάθε λόος ἔ’ ἀντίλοο Κύπρ. Ὁ λόγος φέρνει ἀντίλογο Θεσσαλον. Πελοπν. (Οἰν.) Ὁ λόος φέρνει τὸν ἀντίλοον Κύπρ. Τὰ λόγιˬα εἶνιν θηλυκὰ καὶ ὁ λόγους φέρνει ἀντίλουγουν Λιβύσσ. Λόγους κιˬ ἀντίλουγους κὶ δέκα παραπάνου Ἤπ. Λόγο τὸν ἀντίλογο (μὲ τὰς ἀμοιβαίας ἀντεγκλήσεις, μὲ τὴν λογομαχίαν) Κέρκ. Ὁ λόγος ἔχει ἀντίλογο κιˬ ἀντίλογος φαρμάκι Ἀρκαδ. Ὁ λόγος ἔχει ἀντίλογο, τ᾽ ἀντίλογό ’χει πίκρα Λάστ. Πβ. Cramer Anecd. 3, 216, 15 «λόγῳ λόγον παλαιστέον κατὰ τὴν παροιμίαν». Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντίκρισι. 2) Ἀπάντησις ἀπόκρισις Πόντ. (Κερασ. Οἰν.): Ἔγραψα ’τον γράμμαν κιˬ ἀντίλογον ’κ’ ἐπῆρα Κερασ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,142 (ἔκδ. KDawkins) «ἐπέψαν γραφὲς τοῦ κουβερνούρη, ὁποῖος ἔπεψέν τους ἀντίλογον, πῶς δὲν θέλει νὰ τὸν δώσῃ». Συνών. ἀντιλογία 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA