ἀντιλογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιλογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντιλογῶ Θρᾴκ. Πελοπν. (Μάν.) - ΚΠασαγιάνν. ἐν Τέχν. 1,224 ἀdιλογῶ Θήρ. Κρήτ. Κύθηρ. ἀντιλοῶ Πελοπν. (Λάκων) ἀντιλοοῦ Πελοπν. (Μάν.) ἀντ’λουγῶ Σαμοθρ. ἀντιλογάω Παξ. Πελοπν. (Κορινθ.) ἀdιλογάω Κεφαλλ. ἀdιλοΐζω Θήρ. Μέσ. ἀντιλογοῦμαι Χίος ἀd’λουγοῦμαι Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀντιλοοῦμαι Τῆλ. ἀντιλουε͜ιοῦμι Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Σιάτ. Σισάν. Σνίχ. κ.ἀ.) ἀντιλουε͜ιῶμι Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀντιλουγε͜ιέμι Μακεδ. ἀντιλουε͜ιέμι Ἤπ. (Ζαγόρ. Κόνιτσ.) Μακεδ. (Σισάν.) ἀντιλουέμι Μακεδ. (Γρεβεν. Ζαπαντ.) ἀντ᾽λουέμι Μακεδ. (Γρεβεν.) ᾽ντιλογοῦμαι Ἀστυπ. Ἰων. (Κρήν.) Μετοχ. ἀντιλοϊσμένος Πελοπν. (Γέρμ. Μάν.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀντιλογῶ.

Σημασιολογία

Α) Ἐνεργ. 1) Ἀντιλέγω, ἐναντιολογῶ ἀπαυθαδιάζων Θήρ. Θρᾴκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Μακεδ. (Σισάν) Παξ. Πελοπν. (Κορινθ) Χίος: Μοῦ ἀdιλογεῖ Κεφαλλ. Μὴ μ’ ἀdιλογῇς καὶ bορῶ νὰ σοῦ φέρω καὶ μαρτύρους Θήρ. Ἀντιλογάει ’ς τὸν πατέρα του Παξ. Ἄ gάνω πῶς τοῦ μιλῶ καὶ μ᾿ ἀdιλοήσῃ, θὰ τὸνε σκοτώσω Κρήτ. . Δὲν τοῦ ἀdιλογᾷ αὐτόθ. Ν’ ἀντιλογήσουν τοῦ πρωτόγερου θά’ ταν ἀσέβεια ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. Καὶ μέσ.: Ἡ νύφ’ μ’εἶνι καλή, ὅ,τ’ κιˬ ἂν τῆς πῶ, δὲν ξέρ’ πουτὲς νὰ ἀντιλου’θῇ Σισάν. || Γνωμ. Σέβου, μὴν ἀdιλογᾶσαι, | γιˬατὶ θὰ ξυλοκοπᾶσαι Κρήτ. || ᾌσμ. Βρέ, τίνος εἶσαι σὺ παιδὶ καὶ Δράκου ἀντιλοέσαι; Χίος Ἀντιλοήθη κ᾽ εἶπεν του κ’ ἤκαψε τὴν καρδιˬάν του αὐτόθ. β) Μεταβάλλω γνώμην Κύθηρ.: Ὁ δεῖνα ἀντιλοησε 2) Συγχύζω, ταράττω τινὰ Μακεδ. (Σιάτ.) Πελοπν. (Λακων. Μάν.): Κάτσε ἥσυχος, γιˬατὶ μ' ἀντιλόησες Λακων. Νὰ καμωθῇς, γιˬατὶ μᾶς ἀντιλόησες μὲ τοὶς φωνές σου Μάν. || Ἄσμ. Σὰν τό εἶδ᾿ οὑ κόσμους θάμαξαν, κουρίτσιˬα ἀντιλουήθ’καν Σιάτ. Καὶ ἀμτβ. συγχύζομαι Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Φρ. Ἔχασα κιˬ ἀντιλόησα (παρεφρόνησα) Λάκων. Μάν. || ᾌσμ. Ἐκάη ἡ καρδιˬά μου, ἐχώνεψε, | γιˬατὶ εἶχα τοὺς ἑφτὰ ἀδερφοὺς κ᾿ ἔχασα κιˬ ἀντιλόησα, | κιˬ ἄν ἤξερα λησμόνησα (μοιρολ.) Μάν. Μετχ. ἀντιλοϊσμένος = ζαλισμένος, σκοτισμένος Γέρμ. Μάν. Β) Μέσ. 1) Ἀποκρίνομαι, ἀπαντῶ, Ἀστυπ. Ἤπ. (Ζαγόρ. Κόνιτσ κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Ἀνασελ. Γρεβεν. Ζαπαντ. Σιάτ. Σισάν. Σνίχ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τῆλ.: Μὲ τοὶς χαρές σας, ἀφέντη, ᾿ντιλογᾶται τὸ ραφάκι Ἀστυπ. Ἔχετε καὶ στόμα ν᾿ ἀντιλογει͜έστε κιˬόλας! Ἤπ. Ἐσὺ ἅντας δὲ σὶ ρουτοῦν μὴ ἀντιλογει͜έσι Σισάν. Μὴν ἕρχισι κουντά μ᾿, ἀντιλουήθ’κι οὑ σπανὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.) || Παροιμ. Τὸ φυσικὸ ἐφώναξαν κιˬ ὁπ’ εἶ’ ἀντιλογήθη (ὁ πλούσιος ἔχει μεγαλύτερον θάρρος τοῦ εὐγενικοῦ, ἀλλὰ πένητος) Ἤπ. Τ’ς ἰννεˬὰ ἤκ’σι οὑ κ᾿φός, τ᾿ς δέκα ἀντιλουγήθ’κι (ἐπὶ νωθροῦ τὴν ἀντίληψιν) αὐτόθ. || ᾿ᾌσμ. Κ ’ ἕνα πουλλί, χρυσὸ πουλλὶ πικρὰ μοιρολογάει κιˬ αὐτὸς ἀντελογήθηκε καὶ ’ς τὸ πουλλάκι λέγει αὐτόθ. Κ’ ἐκεῖνον τὸν ἐρώτησα κιˬ αὐτὸς μ᾽ ἀντιλογήθηκε αὐτόθ. Κιˬ αὐτὸ ἀντιλογήθηκι ψηλά ’πὸ τὸ κλαράκι αὐτόθ. Οὑ ἥλιˬους ἀντ’λου’ήθηκι͵ ἥλιˬους ἀντιλουέτι Γρεβεν. Κ’ ἡ κόρ’ ἀντιλουήθηκι, τοὺν ξένουνι φωνάζει Σνίχ. Πλάκα τ᾿ ἄκουσι κ᾽ ἡ γῆς ἀντιλουγήθη Μακεδ. Ὅντας ἀναστενάξω ’γω, ἡ γῆς ἀντιλοᾶται καὶ τὸ φεγγάρι χάνεται κιˬ ὁ κόσμος μὲ λυπᾶται Τῆλ. Χίλιˬα δίνου νὰ τοὺν ἰδῶ κὶ δυˬὸ νὰ τοῦ μιλἠσου κιˬ αὐτὸς ἀντιλουήθηκι ’πουμέσ’ ἀπ’ τοῦ θαλασσου Σιάτ. 2) Αἰσθάνομαι πόνον κἄπου Ἰων. (Κρήν.): Μὲ ’ντιλογᾶται τὸ χέρι μου. Οὕλα μου μὲ ’ντιλογοῦνται. β) Ἀπροσ. ἔχω πόνον κἄπου Χίος: Μ’ ἀντιλογᾶται ’ς τὰ πλευρά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/