ἀντίλοξα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίλοξα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀντίλοξα ἐπίρρ. ἀμάρτ. ἀντίλουξα Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. ἀντίλοξος.
Σημασιολογία
1) Εἰς πλαγίαν θέσιν, πλαγίως, ἐν σχέσει πρὸς τὸν μακρόθεν βλέποντα: Τ᾽ ἀμπέλι μ᾿ εἶν᾽ ἀντίλουξα ἀπ᾽ τοὺ χουριˬό. Αὐτεῖνου τοὺ χουριˬὸ ἔρχιτι ἀντίλουξα ἀπουδῶ ’ποῦ μᾶς. Συνών. ἀνάζερβα Α 2, ἀντίζερβα 1, ἀπόζερβα͵ ζερβὰ, λοξά. 2) Μεταφ. ἀντιθέτως πρὸς τὴν προσδοκίαν ἢ ἐπιθυμίαν τινός, δυσμενῶς, ἀτυχῶς : Ἔρχουντι ἀντίλοξα τὰ πράματα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA