ἀντιμάνταλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιμάνταλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιμάνταλο τό, Νίσυρ. Τῆλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. μάνταλο.
Σημασιολογία
Πρόσθετος μάνδαλος: ᾎσμ. Βαρσάμιˬα βάζω μάνταλα, βασιλικοὺς περάτες καὶ βάζω κιˬ ἀντιμάνταλα τοῦ δυˬόσμου τὸ κλωνάρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA