ἀντιμέρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιμέρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιμέρι τό, Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. μερί.
Σημασιολογία
Ὁ ἕτερος μηρός: Τὸ μερίν μου κάμνει γάμο, τ᾽ ἀντιμέριν μου ἀντιγάμο, τὰ μέσα μου τὰ ὄξω μου γιμώνουν τρεῖς λακάνες (λόγοι τοῦ μικροτάτου πτηνοῦ γιάννη πρὸς τὴν ὀνειδίζουσαν αὐτὸ διὰ τὴν σμικρότητα κίχλην).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA