ἀντιμετροῦμαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιμετροῦμαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντιμετροῦμαι λόγ. σύνηθ. ἀdιμετροῦμαι Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀντιμετροῦμαι.
Σημασιολογία
Παραβάλλομαι, ἀνθαμιλλῶμαι, διαγωνίζομαι: Σὰν σοῦ βαστᾷ, ἔλα ν᾿ ἀντιμετρηθοῦμε σύνηθ. || ᾎσμ. Ὁ Κώστας ἐπαινεύτηκε πῶς Χάρω δὲ φοβᾶται . . . κιˬ ὁ Χάρως κἄπου τ᾿ ἄκουσε, κἄπο͜͜ιο πουλλὶ τοῦ τό ᾽πε καὶ πῆε καὶ τὸν εὕρηκε ’ς τὸν ὕπνο ποῦ ἐκοιμώτουν, -μὰ σὰ gοιμάσαι ξύπνησε, μὲ μένα ἀdιμετρήσου Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA