ἀντιμήσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιμήσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιμήσι τό, κοιν. ἀντιμήσ’ Ποντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀντιμήνσιον.
Σημασιολογία
Ἡγιασμένη ὀθόνη τῆς ἁγίας τραπέζης ἔχουσα τὴν παράστασιν τοῦ ἐνταφιασμοῦ τοῦ Σωτῆρος, ἡ ὁποία ἁπλώνεται ἐπ᾽ αὐτῆς, ὅταν πρόκειται νὰ τελεσθῇ ἡ θεία λειτουργία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA