ἀντιμιλῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιμιλῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντιμιλῶ κοιν. ἀντιμιλάω Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ἀdιμιλῶ πολλαχ. ᾿ντιμιλῶ Κῶς Μῆλ. Τῆλ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀντιμιλῶ.

Σημασιολογία

Ἀντιλέγω, ἐναντιολογῶ ἰδίᾳ ἐπὶ νεωτέρων ἢ κατωτέρων πρὸς πρεσβυτέρους ἢ ἀνωτέρους: Μὴν ἀντιμιλᾷς τοῦ μεγαλύτερού σου. Ἀντιμιλᾷ τοῦ ἀφεντικοῦ του κοιν. ᾿Εγὼ ᾽ὰ σοῦ μιλῶ, ἐσὺ ’ὰ μοῦ ᾽ντιμιλᾶς, ἐγὼ ’ὰ θυμώσω (᾿ὰ : θὰ) Τῆλ. Μοῦ ᾽ντιμιλεῖς; μὰ σὲ σκοτώνω ’πὸ τὸ ξύλο! Μῆλ. Τὸ βάρητσε ὁ ἀφέντης, γιˬατὶ τοῦ ἀντιμίλητσε, τοῦ ἔβγανε γλῶσσα Μέγαρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. Η στ. 16 (ἔκδ. JSchmitt) «κι ἂν ἦτον τόσα ἀπότολμος νὰ τοὺς ἀντιμιλήσῃ, | εὐτὺς χάμω τὸν ἔρριπταν, πολλὰ τὸν τιμωροῦσαν». Συνών. ἀντικρίνω Β2, ἀντιλέγω 1, ἀντιλογῶ Α1, ἀντιπατῶ 1 γ, ἀντιπιθεύω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/