ἀντιμούτσουνος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιμούτσουνος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀντιμούτσουνος ὁ, σύνηθ. ἀdιμούτσουνος Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. μούτσουνο.
Σημασιολογία
Ἀντιπρόσωπος, ἐπίτροπος, πληρεξούσιος, συνήθως πεπαισμένως σύνηθ.: Ἐν ἠμπόρε͜ιεν νὰ πάῃ τ’ ἔβαλεν ἀντιμούτσουνο Κύπρ. || Ποιήμ. Ἀντιμούτσουνος ἐπῆγα μὲ τοὺς ἄλλους ᾿ς τὀ Κρεμλίνον ΓΣουρῆ Ρωμ. ἀριθμ. 9 Εἶδες τὸν ἀντιμούτσουνο ποῦ ἔστειλεν ὁ Σάχης αὐτόθ. ἀριθμ. 223 ᾿Τείνους π᾿ ἁγιˬάσασιν ’ποῦ τὴν πεῖναν οἱ ἀντιμούτσουνοι τοῦ Γριστοῦ ἐνοιτιˬάζουν γρόνον ἢ μῆναν ταὶ σὰν ἐντύησιν τοὺς βαστοῦν ΠΛιασίδ. Τὰ φκιόρ. τῆς καρκ. 76.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA