ἀντίμπουκκο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίμπουκκο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντίμπουκκο τό, Σίφν. ἀντιβούτι Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. μπούκκα.
Σημασιολογία
1) Ἡ παρειὰ τοῦ προσώπου Κύπρ.: ᾎσμ. Βάλλει τὸν ἥλιˬον πρόσωπον, φεγγάριν ἀντιβούτα. 2) Τὸ πλάγιον στόμιον τῆς καμίνου τῶν ἀγγειοπλαστῶν παρὰ τὸ κύριον, διὰ τοῦ ὁποίου γίνεται ἡ προπαρασκευαστικὴ πύρωσις Σίφν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA