ἀντινόμι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντινόμι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντινόμι τό, Πελοπν. (Τριφυλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. νομός

Σημασιολογία

1) Στενὴ δίοδος ὑψηλοτέρα πως τοῦ ἄλλου ἐδάφους χωρίζουσα τὰς σταφιδαμπέλους εἰς μεγαλύτερα τμήματα. 2) Ὄχθος μικροῦ ὕψους.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/