γνεθολογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνεθολογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γνεθολογῶ Λεξ. Δημητρ. γνεθολογάω Λεξ. Δημητρ. γνεθολογάου Πελοπν. (Βάλτ. Μαργέλ. Παιδεμ. Ποταμ. Πυλ. Τριφυλ.) νεθολογάου Πελοπν. (Βούτσ. Γαργαλ. Δίβρ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γνέθω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λογῶ.
Σημασιολογία
Ἀσχολοῦμαι μὲ τὸ γνέσιμον, τὴν νῆσιν ἐρίων, βάμβακος κ.τ.τ., ἔνθ᾽ ἀν.: Κάθουμαι καὶ νεθολογάου κάηˬθε μέρα καὶ μοῦ περνά᾽ ἡ ὥρα Πέλοπν. (Γαργαλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA