βάθος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάθος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βάθος τό, κοιν. Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) βάθους βόρ. ἰδιώμ. βάχος Κύπρ. βάθη Λῆμν. Τσακων. βάθ' Ἤπ. βάθῃος Σύμ. βάθκηˬος Κύπρ. βάνθους Θρᾴκ. (Μάδυτ.) βάθος ὀ, Ἤπ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ. Γενικ. βάθου πολλαχ. βάθ’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Πληθ. βάνθη Θρᾴκ. (Μάδυτ.) βάθηˬα πολλαχ. βάθ Πόντ. (Κερασ.) βάθητα Κρήτ. Κύθν. κ.ἀ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. βάθος Ὁ τύπ. βάθη ἐκ τοῦ πληθ. καθὼς καὶ τὸ στήθη, τὸ χείλη κττ. Τὸ βάθηˬος ἐκ τοῦ ἐπεκτεταμένου πληθ. βάθηˬα. Περὶ τῆς γενικ. βάθου ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,43, διὰ δὲ τὸν πληθ. βάθητα αὐτόθ. 1, 402 καὶ 2, 45.

Σημασιολογία

1) Βαθύτης κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὕψος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) Τσακων.: Τὸ βάθος τοῦ γκρεμοῦ - τοῦ λάκκου- τοῦ πηγαδιˬοῦ-τοῦ ποταμοῦ - τῆς θάλασσας κττ. ’Στὰ βάθη τῆς γῆς. Βάθος δυὸ μέτρων - ὀργυ͜ιῶν κττ. κοιν. Ὅσον βάχος εἶσεν ἡ χάλασσα τόσες ὀρκυ͜ιὲς ἦταν ἡ ἁλυσίδα (ἐκ παραμυθ. χάλασσα=θάλασσα) Κύπρ. Ὅσο μικραίνανε τὰ βάθηˬα καὶ μπαίνανε ᾿ς τὰ ρηχά, τόσο ἔχανε τὴ δύναμί του ΚΜπαστ. Ἀλιευτ. 131. Ἐχτάλεψεν κ᾿ ἐχῶσεν ἀ ἀπέσ’ ’ς τῆς γῆς τὰ βάθ (ἔσκαψε καὶ τὸ ἔχωσε μέσα κτλ.) Κερασ. || Φρ. Ἢ τὸ ὕψος ἣ τὸ βάθος εἴτε ἢ τοῦ ὕψους ἢ τοῦ βάθους (ἐπὶ ἀδιαφορίας περὶ τοῦ ἀποτελέσματος παρατόλμου καὶ ριψοκινδύνου ἐπιχειρήσεως). Χαῖρε βάθος ἀμέτρητον (ἐπὶ πράγματος ἀκαταλήπτου ἢ παραδόξου ἢ ἀνεκτιμήτου ἢ ἐπὶ μεγάλης ἀκαταστασίας ἢ ἐπὶ διανοητικῆς ἀσυναρτησιας. Ἡ φρ. ἐκ τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου) σύνηθ. Μιὰ τοῦ βάθου, μιὰ τοῦ ὕψου (ἐπὶ ἐπικινδύνου ἐπιχειρήσεως) Πελοπν. (Δημητσάν.) Πῆε τοῦ βάθου (εἰς μέγα βάθος) Πελοπν. (Κόκκιν.) Πααίνου τ᾽ βάθ’ (χειροτερεύω ἐνν. ἐκ τῆς ἀσθενείας) Στερελλ. (Αἰτωλ.) || ᾎσμ. Σὰ βγῇ ἡ ψυχὴ ἀπ᾿ τὸ κορμὶ καὶ bῇ ᾽ς τσῆ ᾽ῆς τὰ βάθη, ἕτότες θενὰ πάψουσιν οἱ πίκρες καὶ τά πάθη Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὰ λόια πὀμιλήσαμε gἀνεὶς δὲ θὰ τὰ μάθῃ, 'ιατί, πουλλί μου, σ’ ἀγαπῶ ἀ τσῆ καρδιˬᾶς τὰ βάθη (πὀμιλήσαμε=ποῦ μιλήσαμε, ἀ=ἀπὸ) αὐτόθ. Τῆς θάλασσας τὰ βάνθη | καὶ τὰ δικά μου πάνθη Θρᾴκ. (Μάδυτ.) -Ποίημ. Τ᾿ ἀπάτητα τἀ βάθητα τῆς μαύρης λαγκαδιˬᾶς σου ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2, 86. Συνών. βάθωμα 1. β) Πυθμὴν Ἤπ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) κ.ἀ.: Ὁ γκρεμὸς κάτω δὲν ἔχει βάθος Ἤπ. Τὸ βάθος ᾽κὶ φαίνεται Κερασ. Συνών. πάτος. γ) Ἰσχὺς Κύπρ.: ᾎσμ. Ταὶ ’ποῦ τὸ βάχος τῆς φωνῆς ἡ γῆ χαμαὶ βρυτίστην (βρυτίστην=ἐβρυχήθη). 2) Ἀκμὴ Λῆμν.: Ἡ κουπέλλα εἶνι πλεˬὰ ᾽πά 'ς τοῦ βάθη τ᾿ς γιˬὰ παdρειγιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/